- αμαξόπορτα
- ή αμαξόθυρα, η1. μεγάλη πόρτα αυλής ή οικοδομής από την οποία μπαίνουν ή βγαίνουν άμαξες2. πόρτα τής άμαξας.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι + πόρτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαξόπορτα — η βλ. αμαξόθυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξόθυρα — αμαξόθυρα, η και αμαξόπορτα, η πόρτα αυλής από την οποία μπορούν να μπουν αμάξια: Η αυλή έχει και αμαξόπορτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξόθυρα — η βλ. αμαξόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι + θύρα] … Dictionary of Greek